πιθανολόγημα

πιθανολόγημα
πῐθᾰνο-λόγημα, ατος, τό,
A probable argument, Sch.E.Hec. 258.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πιθανολόγημα — το, ΝΑ [πιθανολογώ] 1. πιθανός λόγος ή γνώμη για την πιθανότητα ενός πράγματος 2. επιχείρημα που βασίζεται σε πιθανότητες …   Dictionary of Greek

  • πιθανολογία — η, ΝΑ [πιθανολογώ] 1. πιθανολόγημα, λόγος ή γνώμη που στηρίζεται σε πιθανότητες 2. συνεκδ. υπόθεση, εικασία, εικοτολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”